Dictionary of Greek. 2013.
ὀαρίσματα — ὀάρισμα familiar converse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οαρισμός — ὀαρισμός, ὁ (Α) [οαρίζω] οάρισμα* («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek